- διεθνισμός
- οσύγχρονη τάση ανάπτυξης διεθνών σχέσεων πνευματικού και πολιτικοκοινωνικού επιπέδου πέρα από τις στενές τοπικιστικές αντιλήψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. internationalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Πλ. Δρακούλη στο περιοδικό σύγγραμμα Παρνασσός].
Dictionary of Greek. 2013.